- τεχνίτα
- τεχνί̱τᾱ , τεχνίτηςartificermasc nom/voc/acc dualτεχνί̱τᾱ , τεχνίτηςartificermasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεχνῖτα — τεχνίτης artificer masc voc sg τεχνίτης artificer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνίτᾳ — τεχνί̱τᾱͅ , τεχνίτης artificer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάιος — (I) δάϊος, α, ον (Α) βλ. δήιος. (II) δάϊος, ον (Α) έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. τού αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)] … Dictionary of Greek